- κενοφροσύνη
- κενο-φροσύνη and [suff] κενό-φρων, v. κενεοφρ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κενοφροσύνη — και κενεοφροσύνη, ἡ (Α) [κενόφρων] κενότητα τού νου, ανοησία, μωρία … Dictionary of Greek
κενοφροσύνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοφροσύνην — κενοφροσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοφροσύνης — κενοφροσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
κενεοφροσύνη — κενεοφροσύνη, ἡ (Α) [κενεόφρων] κενοφροσύνη*. ματαιοφροσύνη … Dictionary of Greek
κενοφρόνημα — κενοφρόνημα, τὸ (Α) κενοφροσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + φρόνημα (< φρονῶ)] … Dictionary of Greek